- διατσίντο
- Πολυετής πόα της οικογένειας των αμαρυλιδών. Έχει κονδυλόρριζο βολβό και όρθιο ανθοφόρο στέλεχος, ύψους μέχρι 1 μ. Τα φύλλα της είναι βραχύτατα, ενώ τα παράρριζα είναι επιμήκη (έως 40 εκ.), αυλακοειδή, γραμμοειδή και ούληκτα. Τα άνθη είναι λευκά, εύοσμα και κηρώδη, φύονται ανά δύο από τη μασχάλη βρακτίου και σχηματίζουν μακρύ στάχυ στην κορυφή του στελέχους. Σχηματίζονται από μακρύ, σωληνοειδές περιγόνιο και διαθέτουν έξι ανοιχτούς επιμήκεις-ωοειδείς λοβούς. Η ωοθήκη είναι υποφυής.
Το δ. κατάγεται από το Μεξικό και καλλιεργείται ευρύτατα στους κήπους, κυρίως στη διαπλανθή μορφή του, καθώς και για την παραγωγή και το εμπόριο των λουλουδιών του. Καλλιεργείται επίσης πολύ, ειδικά στη νότια Γαλλία (Προβηγκία), για το πολύτιμο αιθέριο έλαιό του, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή αρωμάτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι πολυανθές το κονδυλώδες.
Καλλιέργεια διατσίντου, τα άνθη του οποίου περιέχουν αιθέριο έλαιο, χρήσιμο στην αρωματοποιία.
Dictionary of Greek. 2013.